- πεταλούδισμα
- το, Ν [πεταλουδίζω]1. ελαφρό και χαριτωμένο πέταγμα σαν τής πεταλούδας2. ανάλαφρο σκίρτημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek